- Ἀγώνιος
- Ἀγώνιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγώνιος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγώνιος — (I) ἀγώνιος, ον (Α) [ἀγών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα 2. ως επίθ. θεών που προστατεύουν τους αγωνιζόμενους ή όσους βρίσκονται σε κίνδυνο 3. φρ. «ἀγώνιοι θεοί», θεοί σε συνάθροιση, σε συγκέντρωση ή οι θεοί που προέδρευαν στα μεγάλα… … Dictionary of Greek
ἀγωνίως — ἀγώνιος of adverbial ἀγώνιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγώνιον — ἀγώνιος of masc/fem acc sg ἀγώνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιώτερος — ἀγώνιος of masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγωνίοις — Ἀγώνιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίοις — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγωνίοισι — Ἀγώνιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίοισι — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγωνίου — Ἀγώνιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)